κ. Ιεροθέου Ζαχαρή
Καθηγουμένου της Ιεράς Πατριαρχικής Μονής
Οσίας Ειρήνης του Χρυσοβαλάντου
Ολόκληρο τό Εκκλησιαστικό έτος είναι κατάσπαρτο από Θεομητορικές εορτές. Ο Ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τις εορτές της Θεοτόκου καί των Οσίων σαν πνευματικά ποτάμια, πού αρδεύουν την Εκκλησίαν του Χριστού. (Οι ποταμοί ως γνωστόν με τα πλούσια καί καθαρά νερά τους ποτίζουν καί ζωογονούν την γην). Έτσι καί οι εορτές είναι οι πνευματικοί ποταμοί πού ποτίζουν, τρέφουν καί ζωογονούν τίς ψυχές των χριστιανών. Καί νομίζω ίδιαίτερα σήμερα που υπάρχει στόν ορθόδοξο χώρο και γεvικώτερα στον κόσμο μία πνευματική ξηρασία, μία πνευματική δίψα, ο διψασμένος καί πεινασμένος πνευματικά άνθρωπος πρέπει να πλησιάζει σ’ αύτά τά πνευματικά ποτάμια στις εορτές των Αγίων, απ' όπου θά αντλήσει πλούσια τα νερά της 'Ορθοδόξου πvευματικότητας. Οπως ή Θεοτόκος με την υπακοή της «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» έφερε στον κόσμο τον Υιό του Θεού, έτσι τώρα ο πιστός δια της Θεοτόκου δέχεται τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, γίνεται κατά χάριν Θεός καί όπως γράφει ο Ιερός Καβάσιλας Αυτή (η Θεοτόκος) ξεπλήρωσε την επιθυμία μας ενώνοντας μέ τούς ανθρώπους τόν μόνον επιθυμητό, Αυτόν που, όταν κανείς τον βρη, δεν μπορεί vα ζητήση τίποτε παραπέρα. Και τον ένωσε τόσο στενά, ώστε νά μετάσχη όχι μόvο στον τρόπο και τον τόπο της ζωής μας, άλλά και στήν ίδια τήν φύση. Η μητρική προστασία της, που σκέπαζε το παιδί-Ιησού σκεπάζει τώρα το σύμπαν και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Μέσα απ΄ Αυτήν ήλθε στον κόσμο η χαρά και η ευφροσύνη, πού στεγνώνουνε τά δάκρυα κάθε άμαρτωλου καί πονεμένου ανθρώπου.
Ολόκληρη η κτίση, ολόκληρο τό ανθρώπινο γένος, ο ουρανός καί η γη που έχουν ευεργετηθή από την Παναγίαν Παρθένον, συμμετέχουν στη Μεγάλη εορτή «επί τη σεπτή Κοιμήσει Της».
Και ενώ η Κοίμησις είναι ένα γεγονός πένθιμον και λυπηρόν κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου της μητέρας της ζωής, κάθε πένθιμος χαρακτηρας υποχωρεί καί τή θέση του παίρvει μιά μυστική χαρά, μιά δοξολογία πρός τό σεπτόν της πρόσωπο, γιά τίς τόσες ευεργεσίες, γιά τίς τόσες πνευματικές δωρεές πού έφερε στόν άνθρωπο, προπάντων δε γιά τήν μεγίστη ευεργεσία καί χαρά πού έφερε στόν κόσμο τόν Κύριον Ιησου, τόν Θεάνθρωπον Χριστόν.
Αν ο Χριστός είναι ο αίτιος του Άγιασμου μας, ή Μητέρα Του είναι η συναίτιος. Καί η Βασιλεία του Θεού.,πού έχουν νά κληρονομήσουv οι πιστοί είναι ο δικός της Υιός, ό Θεάνθρωποις Κύριος. Νά γιατί οί πιστοί ευφραίνονται πνευματικά όταν έορτάζουν κάθε Εορτήν της Παναγίας καί ιδιαίτερα τήν αγία Κοίμησή Της.
Στά Ιερά Βιβλία της Αγίας μας Εκκλησίας η Κοίμηση της Θεοτόκου πού εορτάζεται στίς 15 Αυγούστου, σημειώνεται μέ αυτά τά λόγια: «Tη 15 του αυτού μηνός μνήμη της πανσεβασμίας μεταστάσεως της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου καί αειπαρθένου Μαρίας». Καί αναφέρεται στη συνέχεια του συναξαρίου όλη η ύπόθεση της Μεταστάσεως της Παναγίας, όπως μας τήν διέσωσε η πάντιμη παράδοση, μιά και τα Ευαγγέλια δέν αναφέρουν τίποτε γιά την Κοίμηση της Παναγίας. Όταν ο Χριστός θέλησε να καλέσει κοντά Του την Παναγία Μητέρα Του, της φανέρωσε αυτή τη θέλησή Του τρεις μέρες πρίν από την Κοίμηση, στέλνοντας τόν Αρχάγγελο Γαβριήλ, τόν ίδιον Άγγελο που είχε υπουργήσει και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο Αρχάγγελος κατέβηκε, της εδωσε ένα κλωνάρι φοινικιάς - ίσως καί αυτό νά κρύβει ένα βαθύ συμβολισμό – καί της ανήγγειλε τη θεία της μετάσταση από τη γη στόν ουρανό, από τη ζωή την πρόσκαιρη στην αθάνατη. Ακούοντας τον Αγγελικό αυτό λόγο η Παναγία, εχάρηκε καί ανέβηκε μέ σπουδή πάνω στό όρος των Ελαιών για να προσευχηθή καί να ευχαριστήση το Θεό. Στο δρόμο που ανέβαινε πρός τό όρος, τά δένδρα, σάν να ήταν έμψυχα και λογικά έσκυβαν και την προσκυνούσαν. Είναι γνωστό, πως εκεί ψηλά ανέβαινε συχνά η Παναγία καί προσευχόταν ωρες πολλές. Τόσο πολύ που όπως αναφέρει ο Άγιος Ανδρέας ο Επίσκοπος Κρήτης, από τις συνεχείς γονυκλυσίες της Παναγίας οί πλάκες του εδάφους εβαθούλωσαν και αυτά τα βαθουλώματα φαίνονταν ως τον καιρό που ζούσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολημίτης και αργότερα ακόμη «Τάς κλίσεις των ιερών γονάτων του πανάγνου σώματος αι πρός τούδαφος κατεστρωμμέναι πλάκες διωλύγιον (δηλ. μεγαλοφώνως) ανακράζουσιν». Αφού έμεινε εκεί πολλήν ώραν η Παναγία και προσευχήθηκε, γύρισε στο σπίτι της, όπου μπαίνοντας αίσθάνθηκε σαν να το κουνούσε κάποιος σεισμός.
Άναψε φώτα πολλά καί κάλεσε τίς συγγένισσες καί τίς γειτόνισσές της. Καθάρισε καί ευπρέπισε τά πάντα, μέχρι καί τό νεκροκρέββατό της, και έτσι τούς φανέρωςε τά λόγια του Θεοῦ πού της έφερε ο Αρχάγγελος. Οι καλεσμέvοι αρχισαν νά θρηνούν καί να χύνουν δάκρυα καί ή Παναγία τούς παρηγορουσε λέγοντάς τους πώς καί από τόν ουρανό θά τούς φυλάγει καί όταν της τό ζητούν θά τούς παρηγορεί στόν κάθε πόνο τους. Εκείνη τήν ώρα μιά βροντή ακούστηκε καί σύννεφα πολλά εσκέπασαν τό σπίτι της Παναγίας. Και ένας-ένας άρχισαν νά κατεβαίνουν οι Άπόστολοι, πού έφτασαν έδω από τά πέρατα της Οικουμέvης, όπως λέγει και ο Ιερός Υμvογράφος «Νεφέλαι τούς Αποστόλους αιθερίoυς διήρπαζον καί κοσμικώς διεσπαρμένους ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι».
Μαζί μέ τούς Αποστόλους ήταν κι ο άγιος Διοvύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο διδάσκαλός του άγιος Ιερόθεος, ο απόστολος Τιμόθεος κι άλλοι ιεράρχαι, καθώς κι ο απόστολος Παύλος. Εκεί δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καvείς ποιά ήτανε δάκρυα λύπης καί ποιά δάκρυα χαράς, που έσταζαν πλούσια απ΄ τά μάτια των αγίων Αποστόλωv. Ή Παvαγία τούς αποχαιρετά όλους, προσεύχεται με θερμές δεήσεις και ικεσίες στόν Υιό καί Θεό της, για την ειρήvη του κόσμου και για την ενδυνάμωση των Αποστόλων, καί ανακλίνεται στό νεκροκρέββατο πού η ίδια πρίν λίγο είχε ετοιμάσει. Εύλογει τους Άποστόλους καί παραδίvει τήν παvαγία ψυχή της στά χέρια του Υιού Της, πού κατέβηκε να τηv παραλάβει, όπως εικονίζει τό θαύμα η βυζαvτιvή αγιογραφία, πού δείχvει τό Χριστόv' ανεβάζει σάν νήπιο στόν ουραvό τήν ψυχή της Παναγίας. Τότε οι Απόστολοι, αφου της έψαλλαν τά Επιτάφια Εγκώμια, σήκωσαν τό νεκροκρέββατο καί μέ λαμπάδες καί ύμvους εξοδίους, κίνησαv να εvταφιάσουν τό θεοδόχο σωμα της Θεομήτορος στή Γεθσημαvή. Τηv ακολουθία συνόδευαν από ψηλά οι μελωδικές φωνές των αγγέλωv. Μόvο οί Εβραίοι δέ βαστούσαν να βλέπουν καί να ακούνε τόσα θαύματα, καί σκέφτηκαv νά γκρεμίσουν καί νά μολύνουν τό vεκροκρέββατο της Παvαγίας. Δέν πρόφτασαν όμως νά προχωρήσουv στή σατανική τους επιχείρηση καί τυφλώθηκαν όλοι τους. Έvας μάλιστα, πού πλησίασε τό πάναγνο σώμα της Παναγίας άφησε εκει κομμένα στή στιγμή τα χέρια του. Μόνον αργότερα, σάν μετανόησαν ειλικρινά καί πίστεψαν, είδαν τό φως οί τυφλοί κι έλαβε πάλι τα κομμένα χέρια του ό Ιεφονίας. Σάν εφθασαν στή Γεθσημανή οι Απόστολοι, ενταφίασαν μέ πολλές τιμές τό πάνσεπτο σκήνος της Θεοτόκου κι έμειναν εκει επί τρεις ήμέρες, ακούγοντας μέρα καί νύχτα τούς υμνους πού εψελναν ακατάπαυστα οί φωνές των αγγέλων. Απ’τήν κηδεία έλειπε, κατά θείαν οίκονομία, ένας από τούς αγίους Άποστόλους (πολλοί λέγουν πώς αυτός ήτανε πάλι ο απόστολος Θωμάς) που ήρθε τήν τρίτη μέρα, πολύ λυπημένος πού δέν αξιώθηκε να ίδει κι εκείvος, έκεινα πού είδαν όλοι οι άλλοι Απόστολοι. Τότε άνοιξαν τόν τάφο γιά νά προσκυνήσει τό σώμα της Θεοτόκου καί ό αργοπορημένος Απόστολος. Αλλά με θαυμασμό καί απορία όλοι τους αντίκρυσαν τόν τάφο αδειανό! Δεν ύπηρχαν παρά μόνο τά «εντάφια σπάργανα» όπως καί στό Χριστό, δηλ. τα νεκροσέντονα. Γονάτισαν οί Άπόστολοι και προσκύνησαν τον κενό τάφο της Παναγίας, που είχε «μετασταθεί», καί είχε αναληφθεί στον ουρανό.